Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΣΔΕΠ

Το πανεπιστήμιο πρέπει να αυτοδιοικείται, να αξιολογείται και να λογοδοτεί στην ελληνική κοινωνία.


Ο βουλευτής Αχαΐας κ. Νίκος Τσούκαλης εκπροσώπησε τη Δημοκρατική Αριστερά στο συνέδριο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ (ΠΟΣΔΕΠ) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την Πέμπτη 13-1-2010 σε μια κρίσιμη περίοδο για το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων.

Στο χαιρετισμό του προς τους συνέδρους ο κ. Τσούκαλης ανέφερε τα εξής:


Εκ μέρους της «Δημοκρατικής Αριστεράς» χαιρετίζω το συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ, το οποίο διεξάγεται σε μια κρίσιμη ώρα τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για την ελληνική παιδεία. Σε συνθήκες κρίσης, η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να είναι ο κεντρικός μοχλός ανάπτυξης, που θα εξασφάλιζε το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, παρέχοντας τις δυνατότητες για τη δημιουργική ένταξη της χώρας μας στο διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο δικός μας πολιτικός χώρος, έγκαιρα και έγκυρα, είχε από νωρίς καταθέσει στη δημοσιότητα μια ολοκληρωμένη πρόταση για τον ενιαίο χώρο παιδείας και έρευνας. Πρόκειται για την πρόταση του αείμνηστου Λευτέρη Παπαγιαννάκη, που το κενό της δυσαναπλήρωτης απουσίας του βαραίνει, ολοένα και περισσότερο, στα εκπαιδευτικά μας πράγματα. Στην πρόταση αυτή, μπορεί κανείς να διακρίνει τους πυλώνες μιας θεσμικής αναδιάρθρωσης της παιδείας, με άξονα τη δημοκρατική νομιμότητα, το αναπτυξιακό όραμα και την αυταξία της γνώσης : «ένα συμβόλαιο με νέες εγγυήσεις». Υπάρχουν άραγε αυτές οι εγγυήσεις σήμερα; Και με ποιους όρους κατοχυρώνονται από το Υπουργείο Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης, ενόψει των προτεινόμενων αλλαγών;

Η «Δημοκρατική Αριστερά» προσήλθε στο διάλογο για τη μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τις δικές της θέσεις και επεξεργασίες. Η αποδοχή του διαλόγου, ωστόσο, δεν σημαίνει εκ των προτέρων άκριτη συγκατάθεση και εκβιαστική εμπλοκή σε ειλημμένες αποφάσεις που τραυματίζουν τη διαδικασία του διαλόγου, ερήμην της ακαδημαϊκής κοινότητας. Στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας είναι το δημόσιο αυτοδιοικούμενο πανεπιστήμιο, ως χώρος γνώσης, δημιουργικής έρευνας, καλλιέργειας των δημοκρατικών αξιών και ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζουμε πως το πανεπιστήμιο πρέπει να αυτοδιοικείται, να αξιολογείται αλλά και να λογοδοτεί στην ελληνική κοινωνία. Η διοίκηση των ιδρυμάτων, η οποία χαράσσει τη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους και εγγυάται τον ακαδημαϊκό, ανεξάρτητο και αυτόνομο χαρακτήρα τους, πρέπει να είναι ισχυρή και να εξασφαλίζει την αποτελεσματική διαχείριση των Ιδρυμάτων. Αντίστοιχα, η ακαδημαϊκή συγκρότηση και οργάνωση των σπουδών οφείλει να επιτρέπει την κινητικότητα των φοιτητών και την επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών πεδίων, με βάση την πολυτυπία και την απελευθέρωση της δυναμικής της γνώσης.

Για αυτό το λόγο, το κόμμα μας ζητάει ένα λιτό «νόμο-πλαίσιο», που θα περιέχει γενικούς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας των πανεπιστημιακών οργάνων, καθώς και τις γενικές κατευθύνσεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και διοίκησης, στο πλαίσιο που ορίζει το σύνταγμα. Αυτό σημαίνει ότι είναι νομοθετικά σκόπιμο και συνταγματικά επιβεβλημένο να συμπεριληφθεί στην έννοια της “αυτοδιοίκησης” και η ρητή αναγνώριση από το νόμο μιας «ευρείας κανονιστικής αυτονομίας», ως προς την υιοθέτηση ποικίλων «εσωτερικών κανονισμών».

Ως πολιτικό κόμμα, εστιάζουμε στις αλλαγές που όντως μπορούν να γίνουν, προς όφελος του δημόσιου πανεπιστημίου. Η μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η μεταρρύθμιση, δηλαδή, ενός θεσμού που επηρεάζει το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μέλλον της χώρας δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην ισχυρή νομιμοποίηση και στη συλλογική βούληση του ανθρώπινου δυναμικού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. η επιτυχία του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος θα κριθεί από τη συγκατάθεση της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία θα πρέπει να αναγνωρίζει στο νέο νομοσχέδιο τα πολιτικά της χαρακτηριστικά, το αξιακό της σύστημα, τις ακαδημαϊκές και επιστημονικές της παραδόσεις, τους ορατούς στόχους του εκσυγχρονισμού της. Κάθε άλλη λύση θα ήταν εκβιαστική και, πάντως, μετέωρη. Αυτό που ενδιαφέρει είναι κυρίως η αναβάθμιση της αυτοδιοίκησης από «ιθύνουσες ομάδες υψηλών προδιαγραφών», (με ενδεχόμενη συμμετοχή και εξωτερικών μελών που λόγω ειδικών γνώσεων θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της διοίκησης), σε άμεση συνάρτηση με τα επιμέρους διακυβεύματα που τέμνουν διοικητικά και ακαδημαϊκά τα διαφορετικά συνιστάμενα μέρη της κοινότητας. Η σύνδεση, ωστόσο, αυτής της διακυβέρνησης με όργανα εξωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να σημαίνει ετεροδιοίκηση, γιατί έτσι καταλύεται η καθολική αντιπροσώπευση των μελών της κοινότητας.


Με ιδιαίτερη ανησυχία παρατηρούμε, ωστόσο, πως το Υπουργείο έχει επιλέξει ένα τρόπο διαβούλευσης που δεν αρμόζει στη σοβαρότητα του θέματος. Η ΠΟΣΔΕΠ δεν έχει ακόμη κληθεί να καταθέσει τις θέσεις της και τους προβληματισμούς της, ενώ η πρόσφατη παραίτηση του γραμματέα της ΓΓΕΤ κ. Μητσού αποτελεί σύμπτωμα της συνεχιζόμενης υποβάθμισης του τομέα της Έρευνας, αλλά και της ίδιας της ΓΓΕΤ ως θεσμικού οργάνου. Συμμεριζόμενη της αγωνίες της ΠΟΣΔΕΠ, η ΔΗΜ. ΑΡ. καλεί το αρμόδιο Υπουργείο να δώσει επαρκείς εξηγήσεις για τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, τις αμέλειες στην απορρόφηση κονδυλίων αλλά και τις σκόπιμες παρακωλύσεις των μεγάλων ερευνητικών έργων και προγραμμάτων, που θα μπορούσαν, μέσα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, να αποτελέσουν μέσο προώθησης της επιστημονικής καινοτομίας και μοχλό ανάπτυξης της χώρας μας. Με τις δηλώσεις, εξάλλου, του κ. Μητσού δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά όχι μόνο για την εσωτερική λειτουργία των επιμέρους αρμοδιοτήτων του Υπουργείου αλλά και για τη συνολική στάση απαξίωσης που υιοθετούν συγκεκριμένοι πολιτικοί φορείς και πρόσωπα απέναντι στην ερευνητική και πανεπιστημιακή κοινότητα.

Απ’ όσο γνωρίζουμε, στο επόμενο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση θα καταθέσει το πλήρες σχέδιο νόμου για τη μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ΔΗΜ.ΑΡ. θα κρίνει αυτό το νομοσχέδιο με γνώμονα το ακαδημαϊκό και πολιτικό του περιεχόμενο και θα τοποθετηθεί δημόσια για τη στάση της στο Κοινοβούλιο, αφού ακούσει προσεκτικά και τη φωνή της πανεπιστημιακής κοινότητας. Με τις σκέψεις αυτές θα ήθελα να μεταφέρω το ειδικό ενδιαφέρον του κόμματος μας για τις αποφάσεις αυτού του κρίσιμου συνεδρίου και να ευχηθώ καλή επιτυχία στις εργασίες σας.